unacceptable$86244$ - translation to γερμανικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

unacceptable$86244$ - translation to γερμανικά

PERSON'S ASSENT TO THE REALITY OF A SITUATION, RECOGNIZING ITS PROCESS, CONDITION OR CIRCUMSTANCES
Social acceptance; Socially unacceptable; Socially acceptable; Socially accepted
  • Combatants accept defeat during World War II
  • Standards specify acceptable and hazardous gaps in [[infant bed]]s
  • US]]

unacceptable      
adj. unannehmbar, inakzeptabel
persona non grata         
FOREIGN PERSON WHOSE ENTERING OR REMAINING IN A PARTICULAR COUNTRY IS PROHIBITED BY THAT COUNTRY'S GOVERNMENT
Persona nongrata; Persona Non Grata; Personae non grata; Persona grata; Persona non gratae; Personae non gratae; Undesirable alien; Persona-non-grata; Persona non-grata; Personae non-gratae; Person not appreciated; Undesirable person; PNGing; Expulsion of diplomats; Person not welcome
nicht genehme, unerwünschte Person

Ορισμός

acceptance
n.
1.
Accepting, taking, reception, receipt, acknowledgment.
2.
Favorable reception, approbation, approval, gratification, satisfaction, pleasure.
3.
(Com.) Accepted bill (of exchange).

Βικιπαίδεια

Acceptance

Acceptance in human psychology is a person's assent to the reality of a situation, recognizing a process or condition (often a negative or uncomfortable situation) without attempting to change it or protest it. The concept is close in meaning to acquiescence, derived from the Latin acquiēscere (to find rest in).